- κενώ
- κενῶ, -όω (Α) [κενός] βλ. κενώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενῶ — κενός empty masc/neut gen sg (doric aeolic) κενόω empty pres subj act 1st sg κενόω empty pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενῷ — κενός empty masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενῶι — κενῷ , κενός empty masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HIEROMNEMON — Graece Ι῾ερομνήμων, Diaconale officium erat in Eccl. CP. magnae existimationis; cui incumbebat, Patriarcham Pontifrcaliter induere, preces in libro indicare, in thtono locum electis ac consecratis adsignate, et contacium ordinations consuetum… … Hofmann J. Lexicon universale
NAUFRAGIUM — quoties imminebat, vectores omnes, apprehenfâ???malô; unde Horat. l. 1. Carm. Od. 14. v. 10. Non Di, quos iterum pressa voces malo; convertebantur in puppim, ut inde in, auxilium suum, Deos, qui in ea siguratierant, i. e. Tutelaresnavis,… … Hofmann J. Lexicon universale
ακένωτος — η, ο (Α ἀκένωτος, ον) [κενῶ] ο ανεξάντλητος «ἀκένωτος πηγὴ σοφίας», «ακένωτος θησαυρός» νεοελλ. ασερβίριστος (για φαγητό) που δεν αδειάστηκε στα πιάτα … Dictionary of Greek
ευκένωτος — εὐκένωτος, ον (Α) αυτός που αδειάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κενωτος (< κενώ), πρβλ. δυσ εκ κένωτος, νεο κένωτος] … Dictionary of Greek
κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… … Dictionary of Greek
κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα … Dictionary of Greek
κατακενώ — κατακενῶ, όω (Α) κενώνω κάτι τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek